νικηφόρους

νικηφόρους
νῑκηφόρους , νικηφόρος
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Νικηφόρους — Νικηφόρος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • χάλκη — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… …   Dictionary of Greek

  • χαλκή — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… …   Dictionary of Greek

  • Αμισός — Αρχαία πόλη στις νότιες ακτές του Εύξεινου Πόντου, που γνώρισε μεγάλη ακμή (σήμερα Σαμψούντα). Κατά τον Στράβωνα, την έχτισαν οι Μιλήσιοι, πιθανότατα στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. Στα χρόνια του Περικλή, η Αθήνα έστειλε εκεί πολυάριθμους αποίκους,… …   Dictionary of Greek

  • Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… …   Dictionary of Greek

  • Αρόλδος — I (Harold). Εξελληνισμένο όνομα δύο βασιλιάδων της Αγγλίας. 1. Α. Α’ o Λαγοπόδαρος (Harold Harefοot, ; – 1040). Βασιλιάς της Αγγλίας (1037 40). Γιος του Κανούτου του Μεγάλου, τον οποίο διαδέχτηκε στη βασιλεία της Αγγλίας. 2. Α. Β’ (1022 – 1066).… …   Dictionary of Greek

  • Αχμέτ Αμπνταλή — (1724 1773). Ιδρυτής του αφγανικού βασιλείου. Επονομαζόταν και Ντορ Δοράν, δηλαδή μαργαριτάρι της εποχής του. Αρχηγός της φυλής Αμπνταλή, επωφελήθηκε από τις διαμάχες ανάμεσα στις άλλες φυλές και επεξέτεινε την κυριαρχία του. Υπηρέτησε τον… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ζαν ντ’ Αρκ — (Jeanne d’ Arc, Ντομρεμί, Καμπανία 1412 – Ρουέν 1431). Γαλλίδα ηρωίδα και αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Σε ηλικία 13 ετών είδε στον κήπο του πατρικού σπιτιού της το πρώτο από τα οράματά της, όπου παρουσιαζόταν ο αρχάγγελος Μιχαήλ, η αγία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”